Ένα άσπρο αυτοκίνητο παρκάρει μπροστά στην είσοδο του εξοχικού. Δεξιά και αριστερά υπάρχει πολύς χώρος, αλλά αυτός ο τύπος παρκάρει επάνω στην είσοδό μου.
Με βασανιστικά αργές κινήσεις βγάζει διάφορα εργαλεία από το αυτοκίνητο.
Με βλέπει. Τον βλέπω. Βλέπει ότι κλείνει την είσοδο. Αλλά δεν κάνει τίποτα.
Αρχίζω και “φορτώνω”.
Λέω από μέσα μου, δεν μπορεί να το αφήσει εκεί το αυτοκίνητό του… Βλέπει ότι μου κλείνει την είσοδο.
Και όμως το κάνει.
Μεταφέρει με αργές κινήσεις τα εργαλεία από το αυτοκίνητο στο απέναντι οικόπεδο και αρχίζει να κλαδεύει τις ελιές.
Ουδέν κακό αμιγές καλού
Λίγο αργότερα βρίσκω ευκαιρία και τον πλησιάζω (είχε έρθει να πάρει κάτι από το λευκό αυτοκίνητο). Του λέω ότι ενοχλεί.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα, αλλάζει θέση στο αυτοκίνητο και το βάζει εκεί που θα έπρεπε να το έχει βάλει εξ αρχής.
Πιάνουμε την κουβέντα. Εκείνος έξω από τη σιδερένια πόρτα κι εγώ από μέσα. Γεννημένος το 1946. 13ο παιδί μίας οικογένειας που είχε 14 παιδιά. Ταλαιπωρημένος αλλά και νέος ταυτόχρονα.
Και αρχίζει να μου μιλά για συχνότητες, για ενέργειες, για τον κήπο, για το καλό, για τη γη, για Θεό, για ποικιλίες φυτών, για λίπανση, για διαμόρφωση τοπίου.
Με τη φόρμα εργασίας εγώ, στην αρχή νομίζει ότι είμαι εργάτης.
Όταν του λέω ότι το οικόπεδο είναι δικό μου, λέει “αν είναι δικό σου, μισό λεπτό”.
Και πάει μέσα στις ελιές και από το πουθενά μου φέρνει αυτή την κολοκύθα. Μου λέει πως να τη μαγειρέψω και πως να σπείρω τους σπόρους της.
Αύριο που θα ξανάρθει, θα πιούμε καφέ μαζί και θα μάθω περισσότερα από τον “εραστή της τέχνης”, αυτόν τον ερασιτέχνη καλλιεργητή.
Tags: ΑΝΘΡΩΠΟΙ • ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ • ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗΣ • ΚΑΛΛΙΕΡΓΩ